λιτόν

λιτόν
λιτός
simple
masc acc sg
λιτός
simple
neut nom/voc/acc sg
λῑτόν , λιτός
simple
masc acc sg
λῑτόν , λιτός
simple
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λίτον — (Lytton). Επώνυμο οικογένειας Άγγλων συγγραφέων και πολιτικών. 1. Έντουαρντ Τζορτζ (Edward George, 1803 – 1873). Συγγραφέας και πολιτικός. Σπούδασε σε ιδιωτικές σχολές και στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας (Trinity College) στο Καντέρμπουρι.… …   Dictionary of Greek

  • GYMNOPODIA — Gr. Πυμνοπόδια, apud Polluc. l. 7. c. 22. inter calceorum muliebrium specie, quae pedem ostenderent. Cuiusmodi calceis Graecas mulieres delectatas olim, notum. Certe principes Graecarum formâ Thebanas mulieres, ore tecto, pedibus per calceos pene …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAPA — I. PAPA nomen olim commune omnium Episcoporum, quos nude Fapas appellabant: Papiae. Admirabilis, maior, pater et custos. Hinc Veter. Eipstolae Epifcopis in scriptae, Domino Papae N. salutem, ut patet ex Augustino Ep. 13. 18. 222, 256. Hieronymo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHOENIX — I. PHOENIX Agenoris filius, Cadmi frater, qui Phoenicibus imperavit, a quo Phoenicia, ut quidam volunt. Frater fuit Cadmi, Cilicis et Europae, quam Iuppiterrapuit. Solinus tamen Cilicem facit Phoenicis filium, c. 38. quemadmodum Europam eiusdem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • σκέπας — αος, τὸ, Α 1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ. β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.) 2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη τής …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”